-
1 κάλπη
[калпи] ουσ. Θ. избирательная урнаΛεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > κάλπη
-
2 урна
урна ж 1) (избирательная) η κάλπη 2) (для мусора ) το δοχείο (απορριμάτων)* * *ж1) ( избирательная) η κάλπη2) ( для мусора) το δοχείο ( απορριμάτων) -
3 урна
-ы θ.1. τεφροδόχη (πεθαμένων). || επιτάφια τεφροδόχη (μνημείο σαν τεφροδόχη).2. παλ. δοχείο•урна с водой υδροδοχείο.
3. η κάλπη, η ψηφοδόχη•избирательная урна εκλογική κάλπη.
4. δοχείο απορριμμάτων. -
4 урна
1. (избирательная) η κάλπη, η ψη-φοδόχη 2. (для мусора) το δοχείο (απορριμμάτων) 3. (погребальная) η τεφροδόχη, η λάρνακα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > урна
-
5 урна
у́рнаж1. (на выборах) ἡ κάλπη, ἡ ψηφοδόχος·2. (с прахом) ἡ τεφροδόχος·3. (для мусора) τό δοχεῖο[ν] ἀπορριμμάτων. -
6 баллотировочный
επ.της ψηφοφορίας•бюллетень το ψηφοδέλτιο•
баллотировочный ящик η κάλπη.
-
7 колумбарий
-я α.κολουμβάριο, οστεοθήκη (στη ρωμ. εποχή)• κάλπη οστών ή στάχτης.
См. также в других словарях:
κάλπη — trot fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάλπῃ — κάλπη trot fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάλπη — Δοχείο στο οποίο πολλοί αρχαίοι λαοί που ακολουθούσαν το νεκρικό έθιμο της καύσης συγκέντρωναν την τέφρα και τα οστά των νεκρών. Ονομάζεται και τεφροδόχος. Η χρήση της κ. εμφανίστηκε σποραδικά στην Ευρώπη στη χαλκολιθική εποχή. Στις αρχές της… … Dictionary of Greek
κάλπη — η δοχείο μέσα στο οποίο οι ψηφοφόροι ρίχνουν τα ψηφοδέλτιά τους: Σε μερικούς μήνες θα στηθούν οι κάλπες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κάλπηι — κάλπῃ , κάλπη trot fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάλπην — κάλπη trot fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάλπης — κάλπη trot fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάλπις — κάλπις, ιδος, ἡ (Α) 1. δοχείο για την εναπόθεση νερού ή άλλου υγρού, υδρία, σταμνί 2. δοχείο από το οποίο τραβούσαν τους λαχνούς ή στο οποίο συνέλεγαν τις ψήφους 3. κάλπη* 4. είδος ποτηριού 5. μυροδόχο αγγείο 6. Παναθηναϊκό αγγείο. [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek
BASTITANI — Hispaniae populi prope Turdulos, qui et Bastuli. Strabo l. 3. Ε᾿νταῦθα δὲ ὄρος ἐςτὶ τῶ Ι᾿βήρων τῶ καλουμεν´ων Βαςτητανᾶν, οὕς καὶ Βαςτοῦλους καλοῦσιν, καὶ Κάλπη. Ptolemaeus, βαςτουλῶν, τῶ καλουμεν´ων Ποινῶν, Μενραλία, Τρανσδούκτα, Βαρβήσυλα,… … Hofmann J. Lexicon universale
CALPARE vel CALUPARE — CALPARE, vel CALUPARE unde Gallorum galopare, Latini dixêre de equis, a καλπάζειν vel καλπᾷν, quod currere significat; de tripedantibus equis inprimis, qui altius pedes tollendo et volubiliter glomerando grestus, quodammodo saltare et subsultim… … Hofmann J. Lexicon universale
Γιβραλτάρ — I Έκταση: 6,5 τ. χλμ. Πληθυσμός: 27.714 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: ΓιβραλτάρΠεριοχή στην άκρη της νοτιοδυτικής Ευρώπης, που τελεί σε καθεστώς αποικίας της Μεγάλης Βρετανίας. Η συνολική έκτασή του είναι 6,5 τ. χλμ. και ο πληθυσμός 27.714 κάτ. (2002)… … Dictionary of Greek